βαριόκαρδος
Смотреть что такое "βαριόκαρδος" в других словарях:
βαριόκαρδος — η, ο αυτός που έχει βάρος στην καρδιά, κακοκαρδισμένος, πικραμένος, στενοχωρημένος: Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις είναι βαριόκαρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek